-
1 κοιμίζω
κοιμίζω, = κοιμάω, einschläsern, in Schlaf bringen; ἄγρυπνον ὄμμα οὔτ' ἐκοίμισ' οὔτ' ἔβριξα Eur. Rhes. 825; so auch bei A.; in den Todesschlaf senken, Ἑρμῆν καλῶ, εὖ με κοιμίσαι Soph. Ai. 819; Τιτάνων γενεὰν Ζεὺς ἀμφιπ ύρῳ κοιμίζει φλογμῷ Eur. Hec. 473, vgl. Hipp. 1387; auch med. so, Troad. 589; übertr., besänftigen, stillen, zur Ruhe bringen, μεγαληγορίαν Phoen. 185, ἄημα πνευμάτων Soph. Ai. 659; ep. D., πόϑον Mel. 31 (XII, 19), ϑάλασσαν Philp. 12 (IX, 290), ἐλπίδας τάφος Parmen. 13 (VII, 183), λάρναξ κοιμίζουσα λείψανα νεκροῦ Bian. 5 (IX, 278), öfter. – Auch in Prosa, τὸ ϑηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται Plat. Rep. IX, 691 b, τὸν ϑυμόν Legg. IX, 873 a, τὰς λύπας Xen. Conv. 2, 24; τὴν στάσιν D. Hal. 9, 38. – Bei den Gramm. = den Acut in den Gravis verwandeln, z. B. Schol. Il. 8, 334 u. Arcad. 140, 9.
-
2 κοιμίζω
κοιμ-ίζω, post-Hom.,A = κοιμάω, put to sleep,κ. ὄμμα E.Rh. 826
(lyr.);σὲ.. ἐκοίμισεν' Αδρήστεια λείκνῳ ἐνὶ χρυσέῳ Call.Jov.47
; harbour for the night, ap. Ath.4.143c, cf. LXX 3 Ki.3.20; still, calm, ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον, i.e. the winds suffered the sea to rest—by ceasing, S.Aj. 674; θάλασσαν ἀγρίαν ἐκοίμισαν (sc. οἱ δαίμονες) AP9.290 (Phil.): metaph., κ. τὸν λύχνον put it out, Nicopho 7; μεγαλαγορίαν κ. lay pride to sleep, quench, stifle it, E.Ph. 184 (lyr.);κ. θυμόν Pl.Lg. 873a
;τὰς λύπας X.Smp.2.24
;πόθον AP12.19
* (Mel.); ἐλπίδας οὐ θάλαμος κοίμισεν, ἀλλὰ τάφος ib.7.183 (Parmen.):—[voice] Pass.,παῖς κοιμίζεται E.Hec. 826
;τὸ θηριῶδες κ. Pl. R. 591b
.2 of the sleep of death,καλῶ δ'.. Ἑρμῆν χθόνιον εὖ με κοιμίσαι S.Aj. 832
;Τιτάνων γενεὰν.. Ζεὺς κοιμίζει φλογμῷ E.Hec. 473
(lyr.), cf. Hipp. 1386 (lyr.):—[voice] Med.,κοίμισαί μ' ἐς Ἅιδου Id.Tr. 594
(lyr.).3 Gramm., soften the accent (from acute to grave), Sch. D.T.p.23 H., Sch.Il.7.334; cf.sq.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιμίζω
См. также в других словарях:
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Γκάμα, Βάσκο ντα- — (Vasco da Gama, Σίνες, Μπάιχο Αλεντέζο 1469; – Κοτσίν, Ινδία 1524). Πορτογάλος θαλασσοπόρος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά από νεαρή ηλικία ακολούθησε σταδιοδρομία ναυτικού. Πήρε μέρος σε μερικές πορτογαλικές εξερευνητικές αποστολές κατά … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Κολόμβος, Χριστόφορος — (Cristoforo Colombo, Γένοβα 1451 – Βαγιαδολίδ 1506). Ιταλός θαλασσοπόρος που ανακάλυψε την αμερικανική ήπειρο. Οι πληροφορίες για τη νεανική του ηλικία είναι ασαφείς. Φαίνεται ότι έως τα 22 του χρόνια είχε ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του … Dictionary of Greek
Λειψία — (Leipzig). Πόλη (490.000 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Σαξονίας. Βρίσκεται κοντά στη συμβολή των ποταμών Βάισε Έλστερ, Πλάισε και Πάρτε, 140 χλμ. ΝΔ του Βερολίνου. Είναι γνωστή για τις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις που… … Dictionary of Greek